- προσόψι(ο)
- το / προσόψι(ον), ΝΜ [προσόψιος]πετσέτα για το πρόσωπο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσόψι — το ειδικό ύφασμα για σκούπισμα του προσώπου, αλλ. πετσέτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρόσοψι — πρόσοψις appearance fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμάξιον — τὸ, Α [μάσσω] προσόψι, πετσέτα … Dictionary of Greek
πεσκίρι — το (λ. τουρκ.), προσόψι, πετσέτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πετσέτα — η (λ. ιταλ.), προσόψι, το: Καθένας στο τραπέζι έχει την πετσέτα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)